παρακινητικός

παρακινητικός
η , ό[ν] побуждающий, подталкивающий; подзадоривающий; подстрекающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρακινητικός" в других словарях:

  • παρακινητικός — ή, ό / παρακινητικός, ή, όν, ΝΑ [παρακινώ] αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός αρχ. παράφρονας, τρελός, παράφορος. επίρρ... παρακινητικώς και ά / παρακινητικῶς, ΝΑ νεοελλ. με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • παρακινητικόν — παρακῑνητικόν , παρακινητικός stimulating masc acc sg παρακῑνητικόν , παρακινητικός stimulating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραινετήριος — ον, Μ [παραινετήο] συμβουλευτικός, παρακινητικός …   Dictionary of Greek

  • παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… …   Dictionary of Greek

  • παρορμητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε παρόρμηση, αλλιώς παρακινητικός, προτρεπτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακινητικοί — παρακῑνητικοί , παρακινητικός stimulating masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινητικῶς — παρακῑνητικῶς , παρακινητικός stimulating adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»